- παίγνιο
- το (ΑΜ παίγνιον, Α και παίχνιον)1. εύθυμη απασχόληση που γίνεται για ψυχαγωγία, παιδιά, παιγνίδι2. αντικείμενο ή μέσο ψυχαγωγίας3. πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου, άθυρμα, έρμαιο («ἄνθρωπον δὲ... θεοῡ τι παίγνιον εἶναι μεμηχανευμένον», Πλάτ.)νεοελλ.1. (στον εν. και στον πληθ.) η χαρτοπαιξία2. (νομ.) αγώνας τύχης ή δεξιοτεχνίας ή και μικτός, τού οποίου ο νικητής προσδοκά από τον ηττημένο ορισμένη προσυμφωνηθείσα παροχή3. φρ. α) «πολεμικό παίγνιο»στρ. μορφή τακτικής άσκησης χωρίς στρατεύματα που διεξάγεται πάνω σε χάρτη και αποσκοπεί στην εκπαίδευση τών αξιωματικών τών ενόπλων δυνάμεωνβ) «θεωρία παιγνίων» — κλάδος τών μαθηματικών που χρησιμοποιείται για την ανάλυση ανταγωνιστικών καταστάσεων τών οποίων η έκβαση εξαρτάται όχι μόνο από τις επιλογές ενός ατόμου ή από την τύχη αλλά και από τις επιλογές τών άλλων ατόμων ή παικτώνμσν.-αρχ.ασήμαντο, τιποτένιο πράγμααρχ.1. αστεϊσμός2. εργασία που εκτελείται εύκολα3. κωμική παράσταση4. διασκεδαστικό ποίημα ή άσμα5. αγαπητό πρόσωπο, με το οποίο παίζει κανείς («ἀλλ' οὐκ ἄν ποθ' ύφαρπάσαιο τἀμὰ παίγνια», Αριστοφ.)6. φρ. «κακὰ παίγνια»(για τους Αιγυπτίους) άνθρωποι δόλιοι και κακότροποι (Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < *παίδ-ν-ον, με τροπή τού -δν- σε -γν- ή < θ. παιγ- τού παίζω* (πρβλ. πέπαιγμαι) + υποκορ. κατάλ. -(ν)ιον. Ο παρλλ. τ. παίγνιο είναι πιθ. εκφραστικός].
Dictionary of Greek. 2013.